- εμβαδόμετρο
- τοόργανο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τού εμβαδού επιφανειών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμβαδόμετρο — εμβαδόμετρο, το και επιπεδόμετρο, το όργανο για τη μέτρηση του εμβαδού επίπεδων σχημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
πλανίμετρο — το, Ν (τοπογρ.) όργανο με το οποίο είναι δυνατή η επί σχεδίου μέτρηση οποιασδήποτε περιοχής, εμβαδόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. planimeter < λατ. planus «ομαλός, επίπεδος» + μέτρο] … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
επιπεδόμετρο — το το εμβαδόμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)